......γεννιέται ένας θόρυβος, ένας βόμβος - εγώ δεν προλαβαίνω να ρωτήσω τίποτε, οι δρόμοι
φαίνονται να μην αντέχουν τη νύχτα, - εφιάλτες, - οι υγρασίες και οι συνομωσίες τους παρά-
γουν σκιές, κάποιες ξεφυσούν ζαλισμένες - όρθιος με τον Βάργκας, δίπλα στο αποκεφαλισμένο
πτώμα του Παλομίνο Μολέρο,- ξαναείναι νύχτα και τα πτώματα έχουν λόγους να επιπλέουν σε
λίμνες από ρακί ή ουίσκυ, - δεν είμαστε και τόσο σίγουροι ότι στερούνται οραματισμού για
τον κόσμο, -μπορεί να γεννούν μιαν απόκοσμη ποίηση, κάτι σαν κοροιδίες ή κυνηγητά στα
παρασκήνια που στήνουν για την περίπτωση, μπορώ να υποθέσω ότι ο νεκρός γλάρος στα χέρια του
Τρέπλεβ ιχνηλατεί απολιθωμένους έρωτες -και του τον κλέβω- ή χαμένους εξάντες, όπως εκείνος του
Χένρυ Φλέτσερ σ' ένα καράβι με όνομα μελλούμενο - τον ήξερε ο Καββαδίας, τελευταία
στιγμή πριν τρελαθεί ο Χένρυ γνωρίστηκαν- ποιος τους θυμάται;;;-, όσο κοιτάζω το πτώμα του Μολέρο
το μυαλό μου στριφογυρίζει στον Κοναταντίν Γαβρήλοβιτς και το πεθαμένο πουλί, έδιωχνε τον κόσμο
η αστυνομία από την είσοδο της τραττορίας, κάποια στιγμή νόμισα ότι το σώμα του είχε καταλάβει ολόκληρο το δάπεδο της ταβέρνας σαν το κορμί του Αμεδαίου, ό,τι περιγράφει ο Ιονέσκο - θυμήθηκα μόνο τη Νίνα,
τον έρωτα του Τρέπλεβ - δεν είχα μάθει το όνομα της ερωμένης του Παλομίνο, ακόμα. [1]
...ο ιατροδικαστής ανέφερε πως ο Παλομίνο Μολέρο ήταν ευνουχισμένος, και όχι αποκεφαλισμένος -
τον βρήκαν ανάποδα κρεμασμένο σαν τη σχετική κάρτα των ταρώ - σχεδόν ακρωτηριασμένο από τις
άπειρες ώρες που το σώμά του αιωρούνταν - λοιπόν, το καρέ ήταν συμπληρωμένο, συνήθως παίζαμε
χαρτιά, αλλά για διάλειμμα πηγαίναμε στη βιβλιοθήκη στο τραπέζι της τόμπολα - πίστευα στα
πάντα όπως κάποιος αφήνει τα εγκόσμια για την άλλη ζωή και πρέπει να είναι έτοιμος για την αγγελική
παλιγγενεσία μέσα σε μια αθωότητα προκατασκευασμένη, κι ο Βάργκας διηγόταν στο αυτί μια
ιστορία τόσο ματοβαμμένη, ''περίμενε λίγο'', του είπα θέλοντας να ξεφύγω, έπειτα ο Μολέρο ήταν ακόμα
ένα εκκρεμές - σκεφτόμουν αν μπορούσε κανείς επιτήδειος να γίνει νεκρομάντης με το πτώμα του
Παλομίνο να αιωρείται στη μέση της ταβέρνας - για φαντάσου, και τότε η Μαντάμ Αρκαντίν που λογιζόταν
η ομορφότερη, έκρυψε με τρόπο το μικρό κομψό περίστροφο γαλλικής κατασκευής σε μια μικροσκοπική τσάντα Γκωτιέ, οι υπόλοιποι ακουγόταν ανάμεσα στον ξερό ήχο που έκαναν τα ξύλα στη φωτιά. ''ΜΕΝΤΒΕΝΤΕΝΚΟ: Γιατί φοράτε πάντα μαύρα;; ΜΑΣΣΑ: Πενθώ για τη ζωή μου. Είμαι δυστυχισμένη''.
....ακολουθούσα τον Βάργκας, περάσαμε τα καφέ στη θάλασσα, ''ποιος έβαλε το μαντήλι στο στόμα του πεθαμένου'', ρώτησα.                 [2]
....- δεν είχε μεγάλη όρεξη ν' απαντήσει σ' αυτό, μου είπε κάτι άλλο ''μια γυναίκα πρέπει να δολοφονήσει
έναν άντρα με όποιον τρόπο, είναι σα να κερδίζει απ' την αρχή το ''χαμένο μέλος της'', επιστρέφει  πριν τον
ευνουχισμό της, καταπολεμά μιαν αγνωσία που την συνοδεύει σχεδόν από το διωγμό του Παραδείσου'',
-γέλασα-, ο Βάργκας αγόρασε ένα πούρο- μιλούσαν όλοι μαζί - ήταν κουραστικό ''μάλιστα μάλιστα'', ''τι σχεδιάζεις πάλι'' ''τίποτα'' ''μπλέκεσαι στις δουλειές μου, ό,τι έκανες τα καλοκαίρια, όλα τα καλοκαίρια'' ''κύριοι, φουλ του Άσσου'' - ο ποταμός χρύσιζε πιο πέρα από τη στροφή, κάπου κάπου κάποιοι έβγαιναν στον κήπο - ο γιατρός- για παράδειγμα- ο περισπούδαστος συγγραφέας Μπορίς Αλεξέγεβιτς, η Νίνα ως ο αξεπέραστος έρωτας του Τρέπλεβ, - δε σάς τόπα, γιός της Μαντάμ Αρκαντίν-, εγώ, ένας υπηρέτης -/ ο Βάργκας μέσα σε όλη αυτή την α-ταξία, ειχε κατά νου τις Βάκχες.
....έκανα ένα σύντομο απολογισμό: είναι πολλοί οι απροσάρμοστοι που έρχονται στο άστυ και φυσικά προκαλούνε ένα έγκλημα ως θύματα ή θύτες, κι εγώ, ξέρετε, πάντα αποφεύγω να περάσω εκεί όπου συνέβη ένας φόνος, μήπως και μου χρεώσουν κάτι απρόβλεπτο και πρέπει ν' αμυνθώ - οι άμυνες είναι σιχαμερές, καταλήγουν σ' ένα νέο θάνατο - το δικό σου -  τότε η καλύβα που κάθεσαι τα τελευταία χρόνια πριν πεθάνεις γεμίζει με μια διαρκή αίσθηση απολογίας για το παραμικρό,[3]
- εμφανίζεται μια γυναίκα με ρυθμούς ακανόνιστους, μια ερμαφρόδιτη παρουσία, η υπόστασή της κι η μοναξιά σου μοιάζουν με διακεκομένη συνουσία - έμενε, βέβαια, πάντα για μάς τους κατοίκους εκείνης της γειτονιάς του κέντρου, η επίλυση του αινίγματος, με σαφήνεια: αποκεφαλισμός ως τιμωρία της πιο ασύνετης σκέψης ή
αυνουχισμός - τιμωρία μιας αχαλίνωτης αιμομιξίας, μιας παράταιρης ερωτικής σχέσης που έπρεπε να πολεμηθεί μέχρι να εξαφανισθεί.
....ο Βάργκας εξίσωνε στην αφήγησή του προς εμένα την απόλυτη ταυτότητα του αποκεφαλισμού και του ευνουχισμού, - άσχετα από τα συμπεράσματα της αστυνομίας τον άκουγα προσεκτικά. Το πτώμα του Πενθέα
στις Βάκχες του Ευριπίδη μένει αποκεφαλισμένο στη σκηνή - παρατήρησε ο Βάργκας - περίπου όπως κατ' αναλογία ο κρεμασμένος δύσμοιρος Παλομίνο στην ταβέρνα - η μητέρα του η Αγαύη τον αποκεφάλισε,
ένθεη για τον Διόνυσο, πιστεύοντας ότι έτσι ξέπλενε την ντροπή στο θεό- κανείς δεν μπορεί να έχει τα μακριά μαλλιά και τις θεικές μπούκλες του Διόνυσου.
......αργότερα μαθεύτηκε μια άλλη αλήθεια, αλλά κανείς δεν ήταν σίγουρος για τίποτα : το μόνο σίγουρο ήταν
το πραγματικό μίσος της Ειρήνα Αντρέγεβνα Τρέπλεβ για το γιο της Κονσταντίν Γαβρήλοβιτς - ένα άτομο
ανίκανο στον έρωτα, στη λογοτεχνία που δήθεν θεράπευε κι ακόμα πιο ανίκανο στην ελάχιστη τύχη που απαιτούσε η χαρτοπαιξία κατά την γνώμη της - της είχε προσθέσει ένα σωρό χρέη, ανυπόφορα επιπόλαιος και βλάκας. [4]
....ο Κονσταντίν ήταν σε κάποιο διπλανό δωμάτιο. Σηκώθηκε από το καρέ, άνοιξε την πόρτα, έβγαλε από την τσάντα της το μικρό κομψό γαλλικό περίστροφο και του φύτεψε μια σφαίρα στον κροταφο σκηνοθετώντας την
αυτοκτονία του, έπειτα γύρισε στο τραπέζι, την άκουσα που έλεγε, ''τι κρότος ήταν αυτόςπου ακούστηκε;;; Σα να έσκασε το μπουκαλάκι με τον αιθέρα που ειχα αφήσει δίπλα...'' Όσοι πήγαν δίπλα, ενώ ακόμα η Μαντάμ Αρκαντίν
σιγοτραγουδούσε κάτι που είχε αποστηθίσει για την πρεμιέρα - έμειναν άφωνοι. ''Παρτε από δω με τρόπο την Ειρήνα Νικολάγιεβνα....Η αλήθεια είναι πως ο Κονσταντίν Γαβρήλοβιτς αυτοκτόνησε'', είπε ο γιατρός   [4]

.....''σίγουρα ένα τέλος που εγκρίνω'', μονολόγησε ο Βάργκας και με κοίταξε στα μάτια. ''Ίσως και ο Τσέχωβ να μην είχε αντίρρηση''

φώτης μισόπουλος

Δημοσίευση σχολίου