Tu ne someillais pas calme comme Ophelie /Baudelaire
Δεν κοιμόσουν ήρεμη σαν την Οφηλία/ Μπωντλαίρ [*]

ο μονόλογος ή ο απέθαντος ερωτισμός της Γερτρούδης

....ποια είναι τα βράδια εκείνα, τα ιδιόμορφα βράδια που η πόλη χάνει το φως της, το νυχτιάτικο μισοσκόταδο 
όπως μια κλεψύδρα ξερνάει την άμμο και κάνει τον χρόνο εμετό στα μούτρα - πιο μπροστά έχουν ειπωθεί τα μεγάλα ψέματα- οι νύχτες είναι γαλάζιες, χρωματισμένες με παρενέργειες viagra σε βασιλικά δώματα, λέω από παραίσθηση κι ονείρωξη-  δήθεν καθαρό μυαλό καθώς δεν ξέρω τους δρόμους, δεν ήξερα ποτέ καλά καμιά γεωγραφία, καμιά πόλη δε με συνοδεύει, υποκρίνομαι πως με ακολουθεί η σκιά της όπου σταθώ, το imago μιας ερωμένης που ψεύδεται για τον ιστορικό της πεσσιμισμό και την γελοία της πατριδογνωσία - εγώ, γνώρισα τη βασίλισσα, μια μέρα θα σάς εξηγήσω πώς έγινε, μέχρι τότε θ' ακούμε νάρχεται από κάπου η φωνή του Άμλετ στην πιο αγοραία διεισδυτικότητα που μπορεί ν' αποχτήσει, φτηνή, χυδαία κι ευαίσθητη, θάμαστε δυο τρεις φίλοι ακόμα, κρυμμένοι στις κουρτίνες σαν εραστές υπό διωγμό σε ομαδικό όργιο, - να ξέρετε οι βασιλιάδες είναι χοντροί, πλαδαροί κι έκφυλοι, κυβερνούν ελέω Θεού, γιατί μόνο έτσι μπορούν να είναι δυσκίνητοι ή άβουλοι,- ''μην κρατιέσαι, σπρώξτον με τα πληθωρικά βυζιά σου να σε γλείφει το άπλυτο αιδοίο χωμένο σε ρεψίματα και χειροκροτήματα αυλικών, γέλια συμποσίων που θα πλησιάζουν την τρέλα με δέος ή πρόκληση, εγώ ο πρίγκηπας που θ' αφιερώσω την αποστολή μου σε σάς, τη παράνοια τυλιγμένη στα λευκά σεντόνια του Αίγισθου -να κρυφτούν οι ανομίες, ύπουλοι και δαιμονικοί εραστές και ακόλουθοι, - μεγαλείο - να ψιθυρίζει γλυκόλογα στ' αυτιά σου και να σαλιώνει το λαιμό και τις ρώγες σου κάνοντας τις καμαριέρες να κλείνουν ερμητικά τα παράθυρα, - η κρατικη βία φοβάται τον δικό μου έρωτα, τουλάχιστο σ' αυτό είναι ειλικρινής - τώρα θα δούμε πόσα αναβολικά έχει ανάγκη η στύση του βασιληά, με ποιο τρόπο στέκουν ημίγυμνες οι ύαινες όταν φορέσουν στέμμα''- τα όργανα της τάξης μπήκαν απότομα, με ζωηρές χειρονομίες έκοβαν ''τσεκουριές'' στο κενό-  να εντοπίσουν ενόχους πίσω από κουίντες, υφάσματα και βαριά σκιάδια κάθε τύπου, - ''απόλυτη σιωπή'', έκανε, ο Άμλετ, ''δεν είστε αυτοί που είστε, είστε ηθοποιοί γεμάτοι έμπνευση, όρεξη και γκαύλα για ό,τι θα παίξουμε στο μικρό λιλιπούτειο θέατρο της Ελσινόρης - ''το δράμα της Οφηλίας'' είναι ο φόνος μας, - ευτυχώς- κάποιες στιγμές δεν έχω λιγότερη λαγνεία απ' ό,τι ο μεγαλειότατος, - αυτό της πουτάνας το βδέλυγμα - κι έτσι θα φτάσουν μεσάνυχτα, μέχρι τότε η αστυνομία θα κάνει άνω κάτω το κτίριο κι εγώ θα ονειρεύομαι λαχανόκηπους, φράχτες και υπηρέτριες στη διάθεση της έννομης τάξης που εκπορνεύονται σχεδόν αδάπανα με δικά μας λεφτά -και μυστικά- προς όφελος της εξουσίας, για να γλυτώσουμε,- τσιμουδιά,- έρχονται κατά πάνω μας- ω, μικρή Οφηλία βλέπεις πώς μάς καθαρίζουν εναν προς ένα- οι δυο Ηθοποιοί  είναι ήδη φαντάσματα- ο Ρόσενγκραντζ κι ο Γίλντερστερν, οι αγαπημένοι μου φίλοι είχαν την τύχη του πατέρα μου,- έκανε να μιλήσει πριν λίγο το αποτύπωμά του  και τον έκοψα- ζώ αδικαίωτος ανάμεσα σ' ενα εισητήριο του μετρό κι ένα στίχο του Μπάρροουζ - εγώ ο πρίγκιπας Άμλετ- ιδίως τα ερειπωμένα βράδια όταν ταξινομώ το υλικό του Σαίξπηρ υπάρχω αδικαίωτος σε μια αθανασία λιποθυμιάς και φόβου, κυνηγημένος, -είναι τότε που παροτρύνω τη βασίλισα να πέσουν με τον εραστή της στο λάκκο με τα σκατά του Πύργου και τις κοπριές των αλόγων- στο χωνευτήρι για το λίπασμα, θάχω έτοιμο το γενναίο φιλοδώρημα για τον πιο γενναιο νεκροθάφτη.              [1]

 το δείπνο

.....ο Άμλετ λιπόθυμος, ο λιπόθυμος Άμλετ, ο άπνους Άμλετ- ωστόσο είχε μαζί του χρήματα κι εμάς- ζωντανούς ή νεκρούς, θάχε σίγουρα να πει κάτι, μια αλληγορία για να περάσει το πεπρωμένο ασαβάνωτο, - ακουγόταν χτυπήματα στην πόρτα, κανονικά θα έπρεπε να χτυπάει ο ίδιος αν και κατά ένα μέρος, παράλογο, ή μήπως η Οφηλία ;;-σ' έναν αδυσώπητο έρωτα είναι συνήθως και οι δυο νεκροί, - φανερό, δεν υπάρχει να χτυπήσει κανείς -, μπορεί ο υπηρέτης που επιστρέφει απ' τον κήπο με τα χαμένα λουλούδια, αυτά που βγαίνουν μετά τη βροχή στην όχθη μιας λίμνης κι αυτός που τα έκοψε δεν είναι πια, έχει πεθάνει,- η ζωή κλέβει γιατί έχει επιδέξια δάχτυλα - για λόγους που δε γνωρίζω- προτιμώ να ζω με τις δικές μου μυθοληψίες χωρίς τον καταναγκασμό των άλλων- να πιστέψω -τι και πού;;;- ο λιπόθυμος Άμλετ ή ο νεκρός Άμλετ - αλλά στο γεύμα είμασταν όλοι- η Οφηλία όμως ήταν 3 ετών, μάς ξεγελούσαν οι ''αλύτρωτοι'' του Μπάροουζ και το αταξινόμητο υλικό του Σαίξπηρ,- η Τζέιν Σαιξπηρ [**] καθώς πνίγεται στα κατάβαθα της λίμνης Άπτον,- τα βαριά της ρούχα την οδήγησαν στο βυθό- ένα φάντασμα που δε μεγαλώνει άλλο,- η γωνία της 103ης οδού και Μπρόντγουει, ο Τζόρτζ ο Έλληνας και η φωνή του Λούις Άρμστρονγκ, -ο Μπάροουζ καθώς βγαίνει απ' το Λέξινγκτον, -συνυπήρχαμε,- έφταιγε το πολύ αλκοόλ- ισχυρίσθηκε πως ήταν η Οφηλία όχι η Τζέιν, είπε ότι γνώριζε από μνήμης ολόκληρο το κείμενο του Σαίξπηρ για τον Άμλετ, μείναμε άφωνοι, - ''είμαι η πραγματική Οφηλία, είμαι αυτή που μεσολάβησε να υπαγορευτούν τα πιο πολλά κείμενα στον ποιητή απ' τις βιβλιοθήκες των Νεκρών- δεν με περιμένατε ή μάλλον με περιμένατε αλλοιώς'',  κάποτε τα τοπία είναι ίδιοι άνθρωποι, ταυτισμένοι σε μια στάση-μια οποιαδήποτε στάση- ένας πιανίστας που αναδύεται από τη θάλασσα ή την έρημο ''το βουνό του πιανίστα'' ή ''Κλαύδιος και Γερτρούδη''-πρόσθεσε χλευάζοντας, ''πρέπει ο ήλιος την κατάλληλη στιγμή να ρίξει το φως του με γωνία, ξεβρακώνοντας ανεκδιήγητες αλήθειες για όσους αντέχουν την αδιαλλαξία της γης'', εμείς δεν είχαμε να επιβεβαιώσουμε τίποτα όσο εκείνος δε μιλούσε,- η Οφηλία 3 ετών ήταν κάτι αναπάντεχο σαν τα παλιά έθιμα μπροστά 'η δίπλα στο πορτρέτο του Ντοριαν Γκραίυ, - ''σαν γκαυλωμένοι ασβοί, γιατρέ'' ακούστηκε απ' το βάθος του χρόνου ένα ρεμάλι του Μπάροουζ, ''που δεν ξέρουν τί θέλουν'', - σηκώθηκα ν' ανοίξω στο νέο χτύπημα, στην πόρτα φαινόταν ένα κορίτσι 16 ετών περίπου, ''είμαι η Κάθριν Άμλετ [***], καλησπέρα, είχα πέσει στο ποταμό Έιβον από ερωτική απογοήτευση, κατα βάση είμαι η Οφηλία, ο Σαίξπηρ είχε ακούσει για μένα αν και 35 χιλιόμετρα μακριά - ο Άμλετ είναι δικός μου, του ανήκω'', κοίταξε ανόρεχτα τριγύρω όλους μας εκτός απ' τον Άμλετ- ''του ανήκω είμαστε ξαδέλφια, είμαι δική του, στο σκυλί μου έδωσα τ' όνομά του για να του στέλνω επίκληση κάθε στιγμή'' - το πρόσωπό της στράφηκε κατά τα δέντρα, εκεί που ο αέρας έδινε την παρουσία του και τα πουλιά πετούσαν χαμηλά, είχαμε καθήσει στο τραπέζι οι δυό Οφηλίες, εγώ, ο Άμλετ και οι δυο Ηθοποιοί, - το δείπνο άρχιζε να σερβίρεται, η βροχή σχημάτιζε ένα πρόσωπο στα τζάμια ακαθόριστο σαν το μέλλον,γλυκό σαν ύπνος ή μεταθανάτια νίκη, δεν μιλούσε κανείς, ''θάμαι εδώ γύρω αν με χρειαστείτε έχει φεγγάρι''- με την ανατολή του ήλιου θα καταλαβαίναμε ποιοί δεν ήταν φαντάσματα- ίσως όμως και να μην είχε σημασία, - το πρόσωπο στο τζάμι ανέκτησε τα χαρακτηριστικά του- ''άργησα να 'ρθω είμαι η πραγματική Οφηλία'', μιλούσε στραμμένη μόνο στον πρίγκιπα, ''με κουβαλάει η βροχή στη ράχη της, σταμάτησε πολλές φορές μέχρι να φτάσουμε, δεν έχω άλλο τρόπο να βαδίζω,
-''θα μπείς στην κάμαρή μου αν θα με παντρευτείς/ Εκείνος καθόλου δεν μιλά κι αυτή μιλά και λέε/ ''Καλού κακού όχι από μπρος από πίσω να χωθείς''/Αυτός....δεν της μιλά κι αυτή μιλάει και κλαίει/ 
''σε ποιον μιλώ ποιον προσκαλώ δε είναι δω κανείς'' [****] [2]


ο θίασος [δεν υπάρχουν σκηνικά. Λίγο φως. Χαράζει]- ΠΡΟΣΩΠΑ:  Α' ΗΘΟΠΟΙΟΣ
                                                                                                                    Β' ΗΘΟΠΟΙΟΣ
                                                                                                                    ΓΥΝΑΙΚΑ


Α' ΗΘΟΠΟΙΟΣ: Δεν έμεινε κανείς. Έχουν όλοι χαθεί. Υπάρχουμε. Μόνοι. 
Β' ΗΘΟΠΟΙΟΣ: Ο φόνος. Ήταν μόνο λόγια,- η προσευχή του Κλαύδιου- λεει- τον έσωσε. Στάθηκε δειλός.
Α' ΗΘΟΠΟΙΟΣ: Είπε, πως αν τον σκότωνε θα πήγαινε στον Παράδεισο. Φαντάσου ένα καθίκι στον Παράδεισο.
Ένας δολοφόνος, ένας μοιχός...και γύρω του άγγελοι [γέλια]
Β' ΗΘΟΠΟΙΟΣ: Θα προσευχηθώ- σκότωσέ με. Ήρθε η ώρα του Παραδείσου και για μένα. Στραγγάλισε με, -τώρα, αμέσως. [γέλια, παύση]
Α' ΗΘΟΠΟΙΟΣ: Δεν έστρεψε το βλέμμα να κοιτάξει ούτε μια από τις Οφηλίες του. Νάρκισσος. Κι αυτές θα     βολοδέρνουν από μέρος σε μέρος, σαν την Ηχώ
Β' ΗΘΟΠΟΙΟΣ: Ανάμεσα στη βουή και τη μανία της φύσης, - εγώ στη θέση του θ' αποφάσιζα, -εκτός απο την Τζέιν, οι άλλες ήταν σε ηλικία γάμου. Κι ας παντρευόταν μια που δε τη λέγαν Οφηλία....
Α' ΗΘΟΠΟΙΟΣ: Το έργο το είχε γράψει ο ίδιος, είχε αποστηθίσει κι ένα μονόλογο του Ορέστη απ' τον Ευριπίδη για την περίσταση. Μου έμεινε το μαχαίρι περασμένο στη μέση που θα 'κοβα το λαιμό του Βασιληά [μικρή παύση]
Β' ΗΘΟΠΟΙΟΣ: Πολύ χοντρή φωνή για να μεταμορφωθείς σε Γερτρούδη. Μόνο δολοφόνος μπορει να είσαι [γελά]
Α' ΗΘΟΠΟΙΟΣ: Εγώ πιστεύω ότι κατά βάθος θα είπε : ''Η αληθινή Οφηλία θα έστελνε το ''υπέρτατο βλέμμα'', ενός έρωτα που ξεκινούσε απ' τις κατακόμβες''
Β' ΗΘΟΠΟΙΟΣ: Τι θες να πείς;;;
Α' ΗΘΟΠΟΙΟΣ: Ατρόμητη, άφοβη σε κάθε μαρτύριο - κάτι προκλητικό και αθώο σαν την Ανζέλ των βουλεβάρτων όταν παίζαμε Ζιντ - θυμάσαι;;;
Β' ΗΘΟΠΟΙΟΣ: Δε νομίζω να πέρασε από κατακόμβη ούτε σαν τουρίστρια [παύση]
Α' ΗΘΟΠΟΙΟΣ: Αύριο θα είναι όλα τόσο ξεθωριασμένα τόσο νοσταλγικά τόσο ύποπτα [παύση]
Β' ΗΘΟΠΟΙΟΣ: Κι η ηδονή πρέπει να έχει μια αγριότητα αλλοιώς δε θυμίζει το θάνατο
[ακούγονται χτυπήματα σαν σε πόρτα και μια γυναικεία φωνή ''είναι κανείς;;. Μια γυναίκα ντυμένη σε κάποια προπολεμική μόδα, αλλά κομψή]
ΓΥΝΑΙΚΑ: Καλησπέρα. Το δείπνο σίγουρα έχει τελειώσει. Δεν ήταν εύκολο να έρθω. Λυπάμαι.[παυση]
Α' ΗΘΟΠΟΙΟΣ: Δείπνο να το κάνει ο Θεός - εσείς ποιά είστε, δε σάς έχουμε ξαναδεί. Στα μέρη μας
ΓΥΝΑΙΚΑ: Είμαι η Οφηλία, η... Οφηλία Καέιρος - έρχομαι κατ' ευθείαν από το πάρκο Εστρέλλα. Μη μου πείτε πως τον κρύβετε....
Α' ΗΘΟΠΟΙΟΣ: ....α, ναι, όχι, βέβαια - δεν είν' πια εδώ, θα έφυγε...Δεν υπήρξε ποτέ κοντά μας, ακολούθησε μιαν άλλη μοίρα- φαντάζομαι θα μιλάτε για τον Πεσσόα, υπηρξε θαυμαστής του Ηρόστρατου, εκείνου του βλάσφημου που έκαψε το ιερό της Αρτέμιδος για να περάσει στην Ιστορία
ΓΥΝΑΙΚΑ: [φαίνεται πως τον διακόπτει]....η Ιστορία που αναφέρεστε, - σαν παπικό αλάθητο,- έχει σημειώσει πολλές ανακρίβειες,- ο μόνος μου έρωτας ήταν ο Άμλετ και ξέρω καλά ότι με προσκάλεσε στο δείπνο που έχασα
μέσω τρίτων - μήπως εσείς;;....Ήθελα να προλάβω το φονικό που ετοίμαζε - τα έμαθα όλα απ' τον γελωτοποιο του Βασιληα, - ένας ψευτοεπαναστάτης χωρίς πεπρωμένο, ένας γραφειοκράτης του Παλατιού, μια από τις έχιδνες της Επανάστασης
Α' ΗΘΟΠΟΙΟΣ: Εμείς;;; όχι
Β' ΗΘΟΠΟΙΟΣ: Όχι εμείς πάντως
ΓΥΝΑΙΚΑ: Λοιπόν;;; Πού είναι;;; Κάτι θα γνωρίζετε
Α' ΗΘΟΠΟΙΟΣ: Ξέρετε, ο Άμλετ, δεν μένει πια εδώ
Β' ΗΘΟΠΟΙΟΣ: [κουνάει καταφατικα το κεφάλι του]

[Λίγο φως. Σκοτάδι. ΑΥΛΑΙΑ]
                                                                       φώτης μισόπουλος //ιούλιος 2017

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
 [*]Μαρσέλ Προυστ, Σχετικά με τον Μπωντλαίρ, μεταφρ. Μαριάννα Παπουτσοπούλου Κουκούτσι, 2017
[**]: Διαδικτυο
[***] : Διαδίκτυο
[****] :Σαίξπηρ, Άμλετ, μεταφρ. Γ. Χειμωνάς, Κέδρος, 1992 [από την σκηνή 5, τέταρτη Πράξη]


Δημοσίευση σχολίου