''ο άντρας στον τάφο ο γιος στη φυλακή- προσευχηθείτε για μένα''[1*]  Αννα Αχμάτοβα.

....και δίπλα στο νερό αποκεφαλισμένο το είδωλό μου - τα κουρέλια βάφουν το θεό-ποτάμι αθέλητα αμίλητα, οι μυρωδιές της νύχτας συνωστίζονται γυμνόστηθες πηχτές σταχτιές σα σφυροκόπημα ή το κρανίο προς τον ουρανό και το λιοτρόπιο - γερμένο ελαφρά - ή κρεμασμένο να το δείχνουνε στο πλήθος μ' ένα καινούριο όνομα - κατά βάθος η συνύπαρξή μου με τον Μπαρτ υπήρξε κι εξακολουθεί να υπάρχει μέσα στο αχανές πεδίο των λέξεων, σε μια αναρχική επικράτεια παραγράφων - ''γύρεψα τον εαυτό μου'', μου λέει, ''στην πλέον απαγορευμένη μυθολογία ορίων και ισορροπίας με το πάθος ενός βακχικού ερωτισμού, ήταν σαν να συναντούσα τον Μοντιλιάνι στο Μονπαρνάς κοιτώντας μιαν άγνωστη '', ''σε ποιο σημείο;;'', του λέω, ''τα δικά μας κεφάλια τα έχω θάψει σ' ένα βαθύ προορισμό'',  μη ξέροντας αν έχουν δει το πρόσωπό μου οι πόλεις - για χάρη της λεηλασίας πεθαίνουμε από ετοιμότητα, έτσι περιγράφουν την αποχώρηση-υποχώρηση πάνω στη λάσπη, ''υφίσταται στην ουσία ένα μηδενικό σημείο αυτοβιογραφούμενης απόλυτης σχέσης με το σώμα ή τον περίγυρο'',


ο Ρολάν Μπαρτ ήταν σαφής, ''δεν απάντησες όμως'', ''στο cafe' La Rotonde, ευχαριστημένος;;'', μου κάνει, ''άπληστος, παραχαράκτης, αποκρουστικός - μ' αυτήν την προκρούστεια όψη συναντά ο Μοντιλιάνι την Μπεατρίς Χάστιγκς, εκεί'', -αυτή είναι η άγνωστη'', η Χάστιγκς ήταν πέντε χρόνια μεγαλύτερή του - ο ίδιος είχε πάψει να είναι ερωτικά ικανός από τα 30 του- το αλκοόλ, τα ναρκωτικά, το αψέντι - κάνει μαζί του έρωτα με ό,τι λέγεται μποέμ ή ευφυία, ''αλλά εγώ θα σου πω, πού βρήκα την γνήσια, αίσια κι αίθρια σεξουαλικότητα, ήθελα να ήμουν η ασιατική επιβράβευση της ερωτικής μακρο-αισθητικής'', είπε ξεροβήχοντας ο Ρολάν, ''λοιπόν;;'' είπα, ''θα σου πώ...'', συνέχισε, ''υπάρχει μια ακόλαστη και ανόθευτη πρόθεση στα προοίμια του έρωτα, με λόγια και χειρονομίες παραμυθίας εκφέρουν τη συγνώμη - ακίνητες όψεις σφουγγάρια του αυστηρού βυθού των ματιών - 


σημαίες έγχρωμες είτε άχρωμες ερειπωμένα υποκοριστικά που αγγίζουν το θάνατο -ό,τι νεκρό - τη Νεκρά Θάλασσα, άκριτη, ανέραστη αρχικά, πολλές λεύγες στο βάθος της Μήτρας, δίπλα απ' τον ντε Σαντ ή τον Μπατάιγ, η ζωή και τα προάστια della polis σαν δοκίμια για τα ερωτικά μπουντουάρ και τη θεολογία του θανάτου'' - η Μπεατρίς έλεγε συχνά : ''κάθισα αντίκρυ του καθόλου εντυπωσιασμένη, χασίς και κονιάκ - για μένα σαρκωνόταν στο βλέμμα του η απληστία, άλλοτε η φωτιά'' ή πάλι ''ο Αμεντέο καταλάβαινε ότι πήγαινα και με γυναίκες'', μόνο έτσι κάποιος μπορούσε να διαβεβαιώσει ότι υπήρχε ή και μπορούσε να συμβαίνει πολλές φορές αυτό που λέγαμε με τον Μπαρτ ''ερωτική γραφή'', κάτι λίγο πιο πέρα ή πιο κοντά απ' τη ''σωματική ζω-γραφία'', ''είμαστε'', μου λέει μια μέρα, ''η μετάβαση οι ξεθωριασμένες φωτιές οι ανυπάκουες σκιές, μόνο που θα πρέπει να επιστρέψεις ξανά σε μορφές ξεχασμένες κι ανήλιαγες στοές - αλλότριο νόημα να γεννιέσαι νεκρός - δεν πρόλαβα να ζήσω'', αυτό συμβόλιζε ο Μοντιλιάνι - στη διάνοια του Ρολάν Μπαρτ - την ιδιαίτερη αισθητική της απόστασης, - η ασιατική διακριτικότητα στην αισθησιακή περιγραφή κάθε πράγματος ακόμα και η φρενιτιώδης εμφάνιση και ''φωτογράφιση'' του καθόλου, - συμπυκνωμένα οδηγείσαι στο πίσω μέρος των ονείρων σου -


ΜΠΑΡΤ : ....κάποτε εξουσιάζουν οι βροχερές μέρες
ΜΟΝΤΙΛΙΑΝΙ : ....είσαι καταδικασμένος να υπάρχεις σαν αραιός χρόνος
ΜΠΑΡΤ : .....ριπές ερέβη εξαφανίσεις φευγαλέες συγκρούσεις αποχαιρετισμοί τέφρα θρίαμβοι σε φωτισμένα παράθυρα τσακισμένα φτερά απ' τα πουλιά που δεν μπόρεσαν, - από μένα -,
ΜΟΝΤΙΛΙΑΝΙ : .....τα ρολόγια χτυπούν τις ολόκληρες ώρες απαράλλαχτα κι οι λοξές αχτίνες μπαίνουν μοναχικές καρφώνουν τα πορτρέτα σ' ένα αιώνιο χαμόγελο, - με συνοδεύουν -
ΜΠΑΡΤ :.... οι ζωές απομακρύνονται δε βρίσκουν θέση σ' εκείνους τους διαδρόμους των παλιών εξεγέρσεων - μόλις που διακρίνεται ο διακόπτης του ηλεκτρικού - λιμοκτονώντας [μεγάλη παύση]



....ο Μπαρτ εξομολογείται συχνά ''δεν υπάρχουν έθνη, ούτε φυλές - η ανθρώπινη ανασφάλεια είναι συσσωρευμένη στις Μητροπόλεις - όλες τις Μητροπόλεις τις έχει χτίσει ο Φρίτς Λανγκ, - οι μεγάλοι καλλιτέχνες είναι φυλές και έθνη από μόνοι τους, ό,τι ξέραμε χάθηκε σε μια ανύποπτη αποστασία, ο πλανήτης θα γίνει κάποτε μία και μοναδική Μητρόπολη'' - ο Μοντιλιάνι αγκάλιαζε σαν ατέλειωτο αστικό πράσινο την Άννα Αχμάτοβα, ''ο Ρακίνας, ο Σαντ, ο Προυστ - είναι κοινωνίες'' [2*], το επαναλάμβανε τακτικά ο Ρολάν - οι γυναίκες του Μοντιλιάνι γινόταν καταραμένες - ακολουθήσαν αγκαλιάσματα αλάνθαστα σε ακρίβεια μέσα σε μαγείες αποχωρισμού, ''να θυμάσαι πως είμαστε σάρκες και φτηνοί λογαριασμοί'' μονολογούσε αφηρημένος ή ενοχλημένος απ' τη μηχανή του χρόνου ο Αμεντέο - μετά αντήχησαν τα φώτα του δρόμου - η Αχμάτοβα θα γύριζε κομψή στην Αγία Πετρούπολη, κομψή όπως πάντα, κάθε επανάληψη περιέχει μια κατάσταση συναγερμού, ο Μοντιλιάνι στην κατάθλιψή του παίρνει ψυχοτρόπες ουσίες, τον άκουγα που έλεγε με το παραμικρό ''έχω μια ξεχωριστή ζωή εν τάφω - παθιασμένη - καθαγιάζουσα - / οραματίζομαι κείνο το άγριο γέλιο απ' όπου δε βγαίνει κανείς ζωντανός, τα βράδια ζούμε ερωτοτροπώντας ένα σφάλμα βαρύ, ''ο πόθος συνεπάγεται μιαν άλλη χρονικότητα'', κάτι που συνάντησε με πρωτοφάνεια ο Μπαρτ στο Τόκιο, - όταν ο πρώτος άντρας της Άννας εκτελέστηκε απ' το σταλινικό καθεστώς, ο γιος της φυλακίστηκε, ο δεύτερος άντρας της στάλθηκε σε γκουλάγκ, τα ποιήματά της απαγορεύτηκαν - αργά πήρε τη θέση που την δικαίωνε στην παγκόσμια λογοτεχνία κι ο Ρολάν άρχισε το σουλάτσο με αγαπημένη καθυστέρηση στα περίχωρα του Τόκιο - σαν αποκάλυψη, μια νέα πραγματικότητα,- ο Μοντιλιάνι όταν γνώρισε τη Ζαν, - τη Ζαν Χεμπουτέρν - βαδίζει ολότελα μεθυσμένος στους δρόμους του Παρισιού, ενώ η φυματίωση τον σβήνει, - η Ζαν θ' αυτοκτονήσει παίρνοντας μαζί της και το αγέννητο παιδί τους [3*]



...οι φλόγες που μ' αναγνώρισαν και μια καμπάνα εαρινή ξοδεύει τη μοναξιά - άραγε προς τα πού είμαι, αν τα κατάστιχα θρηνούν κι οδύρονται - αλήθειες που υπονομεύτηκαν χίλιες και μια νύχτες, έπαιξαν όσοι αστυνόμευσαν το κεφάλι μου με τον πανάρχαιο τρόπο - θα προσπεράσουν - το σώμα σκυφτό - θα βλέπουν την κλειστή πόρτα την εφικτή σιωπή μου - ξοδεύοντας τους δρόμους όλου του κόσμου κοίτα πώς διαλύονται κλεμμένες οι στιγμές στα καφετιά πεζοδρόμια, ο Μπαρτ επέμενε για έναν Μοντιλιάνι διαστροφικό, ''η διαστροφή φέρνει απόλαυση, τελικά ήταν ευτυχής''[4*] το υπογράμμιζε κάθε τόσο - συγχωρώ στον εαυτό μου τούτο τον φόβο, κατοικώ σ' εκείνο το αεράκι μέσα στο αίμα που διακορεύει τη γύμνια - ξεκίνησα για την πόλη, μπορεί να είμαι στο Τόκιο - βαθαίνοντας, - κάποτε θα πληρώσουμε - ένα δέντρο- μια φωλιά με ανεξήγητα πουλιά- έναν αγέρα στην πιο ακοίμητη διασταύρωση που δε θα ξέρει - ο κύκλος έσβησε, τα πρόσωπα ξαναπιάναν δουλειά με νέα φεγγάρια - ακηλίδωτα - άλλη μια φορά μπορούσε να κλάψει πριν κοιμηθεί και η Μπεατρίς - όταν κανείς ξεπεράσει τον πόνο θέλει να θυμάται τον θάνατο - ''ταξιδεύετε συχνά ;;'', μου λέει ο Μπαρτ, ''όχι'', του λέω, - ''έχουμε ξεπέσει και χαμηλότερα, - μη το μάθει ο κόσμος'' κι έφτυσα με τρόπο στο κατάστρωμα - απολιθωμένος, εν κενώ, - ποια να ήταν η καχυποψία της τύχης αφήνοντας να στοχαστούμε άλλη μια ζωή;;


ΜΠΑΡΤ : ....θέλω να μου δώστε τον ορισμό μιας υπέροχης λέξης
ΑΧΜΑΤΟΒΑ : ...ψάχνω να διανοηθώ τη συντομογραφία ενός ερωτικού παραθέματος
ΜΠΑΡΤ : ....κάποιου ποιήματος που ο δημιουργός του δεν ζει

ΑΧΜΑΤΟΒΑ : ...η αισθησιακή περιγραφή του φαγητού όπως ένα απόμερο πάθος - ''ο Ρολάν Μπαρτ'' κι εγώ, ''τέσσερις η ώρα το πρωί, σε γειτονιές απόμερες του Τόκιο. Ευτυχισμένοι'' [σκοτάδι-αυλαία]

ΑΝΑΦΟΡΕΣ
 [1*] : στίχος της Άννας Αχμάτοβα, από την ''Παναγία του Σμολένσκ''
[2*][4*] : http://www.lifo.gr/articles/imerologio/164262 το blog του Σταθη Τσαγκαρουσιάνου, μτφρ. Βασίλη Παπαβασιλείου ''Ο Ρολάν Μπαρτ, τέσσερις η ώρα το πρωί, σε γειτονιές απόμερες του Τόκιο''
[3*] : http://www.lifo.gr/articles/arts/_articles/170628 ''Ο καταραμένος Μοντιλιάνι και οι γυναίκες της ζωής του σε μια νέα έκθεση''

Δημοσίευση σχολίου