το χρήμα θα επιτρέψει στους ανθρώπους να αγοράζουν πραγματικά αγαθά και υπηρεσίες στο μέλλον και, ως εκ τούτου, οι άνθρωποι είναι πρόθυμοι να εγκαταλείψουν πραγματικά αγαθά και υπηρεσίες τώρα για να αποκτήσουν χρηματικά αποθέματα. έτσι, η αναμενόμενη μελλοντική αγοραστική δύναμη του χρήματος εξηγεί την τρέχουσα αγοραστική του δύναμη.
 The Origin of Money and Its Value
Του Robert P. Murphy

Εισαγωγή

Ο σημαντικός ρόλος που έχει παίξει η Αυστριακή Σχολή στη σύγχρονη οικονομική σκέψη δεν μπορεί να αναδειχθεί καλύτερα παρά μέσα από την χρηματοπιστωτική θεωρία της. Σε αυτόν τον τομέα, οι απλοϊκές υποθέσεις της κυρίαρχης οικονομικής θεωρίας προκαλούν το μεγαλύτερο κακό. Αντίθετα, η «βερμπαλιστική» λογική των Αυστριακών είναι απολύτως επαρκής για να κατανοήσει κανείς τη φύση του χρήματος και την εκτίμησή της αξίας του από τους ανθρώπους.

Ο Carl Menger και η προέλευση του χρήματος

Η Αυστριακή σχολή έχει προσφέρει την πληρέστερη εξήγηση της ιστορικής προέλευσης του χρήματος. Ο καθένας αναγνωρίζει τα οφέλη ενός παγκοσμίως αποδεκτού μέσου ανταλλαγής. Αλλά πώς θα μπορούσε να προκύψει ένα τέτοιο χρήμα; Εξάλλου, τα άτομα που ενδιαφέρονται για το συμφέρον τους θα ήταν πολύ απρόθυμα να παραδώσουν πραγματικά αγαθά και υπηρεσίες με αντάλλαγμα εγγενώς άχρηστα κομμάτια χαρτιού ή ακόμα και σχετικά άχρηστα μεταλλικά κέρματα. Είναι αλήθεια ότι, όταν όλοι οι άλλοι αποδέχονται χρήμα σε αντάλλαγμα, τότε οποιοσδήποτε άλλος είναι επίσης πρόθυμος να το δεχτεί. Αλλά πώς θα μπορούσαν οι άνθρωποι να φτάσουν σε μια τέτοια θέση εξαρχής;
Δημιουργήθηκε το χρήμα από το κράτος ή κάποια άλλη αρχή;
Μια πιθανή εξήγηση είναι ότι ένας ισχυρός κυβερνήτης συνειδητοποίησε, είτε μόνος του είτε με σοφούς συμβούλους, ότι η δημιουργία χρημάτων θα ωφελούσε τον λαό του. Έτσι λοιπόν διέταξε όλους να αποδεχθούν κάποιο συγκεκριμένο αντικείμενο ως χρήμα.
Υπάρχουν πολλά προβλήματα με αυτή τη θεωρία. Πρώτον, όπως επεσήμανε ο Menger, δεν έχουμε ιστορικά στοιχεία για ένα τόσο σημαντικό γεγονός, παρόλο που τα χρήματα χρησιμοποιήθηκαν σε όλους τους αρχαίους πολιτισμούς. Δεύτερον, υπάρχει η εξαιρετικά απίθανη περίπτωση ότι κάποιος θα μπορούσε να εφεύρει την ιδέα των χρημάτων χωρίς ποτέ να την βιώσει. Και τρίτον, ακόμα κι αν υποθέταμε ότι ένας ηγέτης θα μπορούσε να ανακαλύψει την ιδέα του χρήματος, ενώ ζούσε σε κατάσταση ανταλλακτικού εμπορίου (αγαθό για αγαθό), δεν θα ήταν αρκετό γι’ αυτόν να ορίσει απλώς το τι θα είναι χρήμα. Θα έπρεπε επίσης να διευκρινίσει τις ακριβείς αναλογίεςανταλλαγής μεταξύ του νεοσύστατου χρήματος και όλων των άλλων αγαθών. Διαφορετικά, οι άνθρωποι υπό την εξουσία του θα μπορούσαν να διαστρεβλώσουν τη διαταγή του να χρησιμοποιηθούν τα νεοσυσταθέντα «χρήματα» χρεώνοντας γελοία υψηλές τιμές σε σχέση με το αγαθό που θα θεωρούταν χρήμα εφεξής.
Η θεωρία του Menger αποφεύγει όλες αυτές τις δυσκολίες. Σύμφωνα με τον Menger, το χρήμα προέκυψε αυθόρμητα μέσω των ενεργειών των ιδίων των ενδιαφερομένων. Κανένας άνθρωπος δεν έκατσε και σκέφτηκε ένα παγκόσμιο μέσο ανταλλαγής και κανένας κυβερνητικός καταναγκασμός δεν ήταν απαραίτητος για τη μετάβαση από την κατάσταση αντιπραγματισμού(barter) σε χρηματική οικονομία.

Το χρήμα είναι προϊόν της αγοράς

Για να κατανοήσει κάποιος τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε να είχε συμβεί αυτό, ο Menger επεσήμανε ότι, ακόμη και σε κατάσταση ανταλλακτικού εμπορίου, τα εμπορεύματα θα είχαν διαφορετικούς βαθμούς ανταλλαξιμότητας. (Οι ακριβείς όροι είναι εμπορευσιμότητα ήρευστότητα.) Όσο ευκολότερα πωλείται ένα αγαθό, τόσο πιο εύκολα ο ιδιοκτήτης του θα μπορούσε να το ανταλλάξει για άλλα αγαθά με «οικονομική τιμή». Για παράδειγμα, κάποιος που πωλεί σιτάρι βρίσκεται σε πολύ ισχυρότερη θέση από κάποιον που πωλεί τηλεσκόπια. Το πρώτο εμπόρευμα είναι πιο εμπορεύσιμο από το δεύτερο.
Παρατηρήστε ότι ο Menger δεν ισχυρίζεται ότι ο ιδιοκτήτης ενός τηλεσκοπίου δεν θα μπορέσει να το πουλήσει. Εάν ο πωλητής θέσει την τιμή (σε όρους άλλων αγαθών) αρκετά χαμηλά, κάποιος θα το αγοράσει. Το θέμα είναι ότι ο πωλητής ενός τηλεσκοπίου θα είναι σε θέση να λάβει την πραγματική του «οικονομική τιμή» μόνο αν αφιερώσει πολύ χρόνο στην αναζήτηση αγοραστών. Ο πωλητής σιταριού, αντίθετα, δεν θα χρειαστεί να ψάξει πολύ για να βρει την καλύτερη προσφορά που μπορεί να πάρει για τα προϊόντα του.
Ήδη έχουμε αφήσει τον κόσμο της τυποποιημένης μικροοικονομίας. Στα τυπικά μοντέλα μπορούμε να προσδιορίσουμε τις σχετικές τιμές ισορροπίας για διάφορα πραγματικά αγαθά. Για παράδειγμα, θα μπορούσαμε να διαπιστώσουμε ότι ένα τηλεσκόπιο ανταλλάσσεται με 1.000 μονάδες σίτου. Αλλά η παρατήρηση του Menger είναι ότι αυτό το γεγονός δεν σημαίνει πραγματικά ότι κάποιος, που πηγαίνει στην αγορά με ένα τηλεσκόπιο, μπορεί αμέσως να φύγει με 1.000 μονάδες σιταριού στα χέρια του.
Επιπλέον, απλώς δεν ισχύει ότι ο ιδιοκτήτης ενός τηλεσκοπίου είναι στην ίδια θέση με τον ιδιοκτήτη 1.000 μονάδων σιταριού, όταν εισέρχονται στην αγορά. Επειδή το τηλεσκόπιο είναι πολύ λιγότερο εμπορεύσιμο, ο ιδιοκτήτης του θα είναι σε μειονεκτική θέση όταν προσπαθεί να αποκτήσει τα επιθυμητά αγαθά από άλλους πωλητές.
*Η τιμή ισορροπίας δε συνεπάγεται και άμεση πώληση
Στο παραπάνω παράδειγμα, πρέπει να ξεκαθαρίσουμε το εξής. Η τιμή ισορροπίας ενός αγαθού, δηλαδή η χρηματική του αξία σε όλο το φάσμα της αγοράς δε σημαίνει αυτομάτως, ότι το αγαθό θα πωληθεί και στιγμιαία. Η τιμή ισορροπίας προκύπτει από την σύγκρουση των αξιακών κλιμάκων του παραγωγού και του καταναλωτή. Ο καταναλωτής θα αγοράσει το προϊόν στην τιμή που εκείνος είναι διατεθειμένος να αγοράσει αλλά όχι χαμηλότερα από ότι ο παραγωγός είναι πρόθυμος να πουλήσει (και οι δύο τιμές ορίζονται βάσει της υποκειμενικής οριακής ωφέλειας). Αυτό σημαίνει ότι μόλις η τιμή ισορροπίας τεθεί, οι παραγωγοί που θα πουλούσαν παραπάνω και οι καταναλωτές που θα αγόραζαν κάτω από αυτή, απομακρύνονται από την αγορά, δηλαδή δεν είναι σε θέση ή δε θέλουν να πουλήσουν ή να αγοράσουν αντίστοιχα το αγαθό αυτό. Εκείνη τη στιγμή η αγορά «εκκαθαρίζεται». Όλο αυτό προϋποθέτει κάποιο χρόνο. Σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί γεγονός που πραγματοποιείται πάντα στιγμιαία.
Τα θεωρητικά μοντέλα που ορίζουν τον τρόπο διαμόρφωσης της τιμής ισορροπίας είναι καθαρά εκπαιδευτικά/επεξηγηματικά εργαλεία. Η όλη διαδικασία στην πραγματικότητα πρέπει να εκδηλωθεί σε πραγματικό χρόνο, κάτι που αγνοούμε στην θεωρητική απεικόνιση για λόγους ευκολίας.
Οι έμμεσες συναλλαγές ως αιτία υιοθέτησης του χρήματος
Εξαιτίας αυτού, οι ιδιοκτήτες σχετικά λιγότερο εμπορεύσιμων προϊόντων αντάλλασσαν τα προϊόντα τους, όχι μόνο για εκείνα τα προϊόντα που επιθυμούσαν άμεσα να καταναλώσουν, αλλά και για εμπορεύματα που δεν τους προσέδιδαν άμεση αξία, εφόσον τα αγαθά που εισπράττονταν θα ήταν πιο εμπορεύσιμα από τα παρασχεθέντα εμπορεύματα. Εν ολίγοις, οι έξυπνοι έμποροι άρχισαν να συμμετέχουν σε έμμεσες ανταλλαγές. Για παράδειγμα, ο ιδιοκτήτης ενός τηλεσκοπίου που επιθυμούσε ψάρια δεν χρειαζόταν να περιμένει μέχρι να βρει έναν ψαρά που θέλει να κοιτάξει τα αστέρια. Αντ’ αυτού, ο ιδιοκτήτης του τηλεσκοπίου μπορούσε να το πουλήσει σε οποιοδήποτε πρόσωπο που ήθελε να δει τα αστέρια, εφόσον τα αγαθά που προσφέρονταν γι’ αυτό ήταν πιο πιθανό να δελεάσουν τους ψαράδες από το τηλεσκόπιο.
Με την πάροδο του χρόνου, υποστηρίζει ο Menger, τα πιο εμπορεύσιμα προϊόντα έγιναν επιθυμητά από όλο και περισσότερους εμπόρους λόγω αυτού του πλεονεκτήματος. Όμως, καθώς περισσότεροι άνθρωποι δέχονταν τα αγαθά αυτά ως ανταλλακτικά μέσα, τόσο πιο εμπορεύσιμα γίνονταν. Τελικά, ορισμένα αγαθά υπερέβησαν όλα τα άλλα από αυτή την άποψη και έγιναν γενικώς αποδεκτά ως ανταλλακτικό μέσο από τους πωλητές όλων των άλλων αγαθών. Σε αυτό το σημείο, το χρήμα εμφανίστηκε στην αγορά.
*Διπλή σύμπτωση επιθυμιών
Το παραπάνω αποτελεί περιγραφή αυτού που στα οικονομικά αποκαλούμε πρόβλημα «διπλής σύμπτωσης επιθυμιών» (double coincidence of wants). Έστω, για παράδειγμα, ότι κάποιος είναι παραγωγός (ας θεωρήσουμε ένα δύσκολα εμπορεύσιμο αγαθό) πίκλας. Αυτός ο άνθρωπος επιθυμεί να ανταλλάξει τις πίκλες του με αυγά. Πηγαίνει λοιπόν στον τοπικό αυγοπαραγωγό και του προτείνει να ανταλλάξει τα αυγά του για μερικές από τις πίκλες του. Αν ο αυγοπαραγωγός όντως επιθυμεί τις πίκλες, η ανταλλαγή θα πραγματοποιηθεί προς όφελος και των δύο.
Αν ο αυγοπαραγωγός δεν θέλει τις πίκλες, αλλά θέλει να ανταλλάξει τα αυγά με καρφιά, τότε ο πικλοπαραγωγός μας, για να αποκτήσει τα αυγά που θέλει, πρέπει να βρει έναν σιδηρουργό που θα του έφτιαχνε καρφιά σε αντάλλαγμα τις πίκλες του. Αν ο σιδηρουργός όμως δεν ήθελε πίκλες, αλλά αλεύρι, τότε ο πικλοπαραγωγός μας θα έπρεπε να βρει έναν μυλωνά που θα ήθελε πίκλες κ.ο.κ. μέχρι να βρεθεί κάποιος που να θέλει τις πίκλες. Όταν βρεθεί αυτός ο κάποιος, πρέπει μετά ο πικλοπαραγωγός μας να ανταλλάξει κάθε αγαθό αναδρομικά, μέχρι να φτάσει στον σιδηρουργό, ο οποίος θα του δώσει εν τέλει τα καρφιά για το αλεύρι. Μετά τα καρφιά θα δοθούν στον αυγοπαραγωγό με αντάλλαγμα μερικά αυγά και, επιτέλους, η επιθυμία του πικλοπαραγωγού και του αυγοπαραγωγού θα εκπληρωνόταν (εξ ου και το «διπλή» σύμπτωση επιθυμιών).
Όλα αυτά δηλαδή για μία ομελέτα…Καταλαβαίνετε πόσο χρήσιμο λοιπόν είναι το χρήμα σε μία κατά συντριπτικά μεγαλύτερο βαθμό πολύπλοκη οικονομία.

Η συνεισφορά του Ludwig von Mises

Παρόλο που ο Menger είχε δώσει μια ικανοποιητική εικόνα για την προέλευση των χρημάτων, αυτή η εξήγηση της διαδικασίας δεν ήταν μια πραγματική οικονομική θεωρία του χρήματος. (Εξάλλου, για να εξηγήσουν την αξία ανταλλαγής των αγελάδων, οι οικονομολόγοι δεν παρέχουν μια ιστορία για την προέλευση των αγελάδων.) Χρειάστηκε  να επέμβει ο Ludwig von Mises, το 1912  με το «Theory of Money and Credit» (Θεωρία χρήματος και πίστωσης), για να παράσχει μια συνεκτική εξήγηση της τιμολόγησης των μονάδων χρήματος όσον αφορά την τυποποιημένη θεωρία υποκειμενικής αξίας.
H αντίφαση των οικονομολόγων της εποχής σχετικά με το χρήμα
Σε αντίθεση με την προσέγγιση του von Mises, η οποία, όπως θα δούμε, ήταν πρακτικά βασισμένη στο άτομο και στις υποκειμενικές αποτιμήσεις του, οι περισσότεροι οικονομολόγοι την εποχή εκείνη ακολουθούσαν δύο ξεχωριστές θεωρίες. Από τη μία πλευρά, οι σχετικές τιμές εξηγήθηκαν χρησιμοποιώντας τα εργαλεία της ανάλυσης της οριακής ωφέλειας. Αλλά στη συνέχεια, για να εξηγήσουν τις ονομαστικές τιμές χρήματος των αγαθών, οι οικονομολόγοι κατέφευγαν σε κάποια εκδοχή της ποσοτικής θεωρίας, βασιζόμενοι στις συνολικές μεταβλητές και ειδικότερα στην εξίσωση MV = PQ 1.
Οι οικονομολόγοι ήταν σίγουρα ενήμεροι για αυτήν την αμήχανη θέση στην οποία ευρίσκονταν. Αλλά πολλοί θεώρησαν ότι μια εξήγηση μέσω της οριακής ωφέλειας της ζήτησης χρήματος θα ήταν απλώς ένα κυκλικό επιχείρημα: Πρέπει να εξηγήσουμε γιατί το χρήμα έχει μια ορισμένη ανταλλακτική αξία στην αγορά. Δεν αρκεί (έτσι σκέφτονταν αυτοί οι οικονομολόγοι) απλώς να το εξηγήσει κάποιος λέγοντας ότι οι άνθρωποι επιδεικνύουν μια οριακή ωφέλεια για το χρήμα λόγω της αγοραστικής του δύναμης. Έτσι κι αλλιώς, αυτό προσπαθούμε να εξηγήσουμε πρώτα: γιατί οι άνθρωποι μπορούν να αγοράσουν αγαθά με χρήμα;
Ο von Mises διέφυγε από αυτή την εμφανή κυκλικότητα από το θεώρημα αναδρομής του χρήματος(money regression theorem). Πρώτον, ναι, οι άνθρωποι εμπορεύονται πραγματικά αγαθά για μονάδες χρήματος, επειδή έχουν μεγαλύτερη οριακή ωφέλεια για τις μονάδες χρήματος από ότι για τα άλλα προϊόντα που θυσιάζονται έναντι αυτών. Είναι επίσης αλήθεια ότι ο οικονομολόγος δεν μπορεί να σταματήσει εκεί. Πρέπει να εξηγήσει γιατί οι άνθρωποι έχουν μια οριακή ωφέλεια για το χρήμα. (Αυτό δεν ισχύει για άλλα αγαθά. Ο οικονομολόγος εξηγεί την αξία ανταλλαγής για έναν πίνακα Πικάσο λέγοντας ότι ο αγοραστής αποκομίζει ωφέλεια από τη ζωγραφική και στο σημείο αυτό η εξήγηση σταματάει.)
Το θεώρημα αναδρομής του χρήματος (money regression theorem)
Οι άνθρωποι εκτιμούν τις μονάδες χρήματος λόγω της αναμενόμενης αγοραστικής δύναμης τους. Το χρήμα θα επιτρέψει στους ανθρώπους να αγοράζουν πραγματικά αγαθά και υπηρεσίες στο μέλλον και, ως εκ τούτου, οι άνθρωποι είναι πρόθυμοι να εγκαταλείψουν πραγματικά αγαθά και υπηρεσίες τώρα για να αποκτήσουν χρηματικά αποθέματα. Έτσι, η αναμενόμενη μελλοντική αγοραστική δύναμη του χρήματος εξηγεί την τρέχουσα αγοραστική του δύναμη.
Αλλά δεν βρισκόμαστε απλά στο ίδιο πρόβλημα της εικαζόμενης κυκλικότητας; Δεν εξηγούμε απλώς την αγοραστική δύναμη του χρήματος σε σχέση με την αγοραστική δύναμη του χρήματος;
Όχι, επεσήμανε ο von Mises: λόγω του στοιχείου του χρόνου. Οι άνθρωποι σήμερα αναμένουν το χρήμα να έχει κάποια αγοραστική δύναμη αύριο, λόγω της μνήμης τους για την αγοραστική του δύναμη χθες. Στη συνέχεια, μεταφέρουμε το πρόβλημα πιο πίσω στο παρελθόν. Οι άνθρωποι χθες ανέμεναν την αγοραστική δύναμη σήμερα, επειδή θυμούνταν ότι το χρήμα θα μπορούσε να ανταλλαχθεί για άλλα αγαθά και υπηρεσίες προχθές. Και ούτω καθεξής.
Αναδρομή στο χρόνο μέχρι την εμφάνιση του χρήματος
Μέχρι στιγμής, η εξήγηση του von Mises εξακολουθεί να φαίνεται αμφίβολη. Φαίνεται ότι συνεπάγεται μια άπειρη αναδρομή στο παρελθόν. Αλλά αυτό δεν συμβαίνει, εξαιτίας της εξήγησης του Menger για την προέλευση των χρημάτων. Μπορούμε να εντοπίσουμε την αγοραστική δύναμη των χρημάτων πίσω στο χρόνο, μέχρι να φθάσουμε στο σημείο που οι άνθρωποι ξεκίνησαν να χρησιμοποιούν το χρήμα έναντι του αντιπραγματισμού. Και σε αυτό το σημείο, η αγοραστική δύναμη του χρηματικού αγαθού μπορεί να εξηγηθεί με τον ίδιο τρόπο που εξηγείται η συναλλαγματική αξία οποιουδήποτε εμπορεύματος.
Οι άνθρωποι έδιναν αξία στον χρυσό πριν γίνει χρήμα και επομένως μια ικανοποιητική θεωρία της τρέχουσας αγοραίας αξίας του χρυσού πρέπει να ανιχνεύσει την εξέλιξή του πίσω μέχρι το σημείο που ο χρυσός δεν ήταν μέσο ανταλλαγής 2.
*Η επιστημονική συνεισφορά του von Mises
H πραγματική συνεισφορά του von Mises στην οικονομική επιστήμη, ήταν ότι κατάφερε, επιτέλους, να εντάξει μία χρηματοπιστωτική θεωρία στο κύριο σώμα της τότε μαρτζιναλιστικής θεωρίας. Πριν το 1912, όταν και κυκλοφόρησε το Theory of Money and Credit, το χρήμα αντιμετωπιζόταν θεωρητικά ως κάτι «ξεχωριστό» από το κυρίως σώμα των οικονομικών. Υπήρχε επιτακτική ανάγκη λοιπόν να πραγματοποιηθεί μία συνένωση όλου του οικοδομήματος αυτού με τη συμπερίληψη μίας μαρτζιναλιστικής θεωρίας για το χρήμα.
Παρόλα αυτά, όταν το έργο κυκλοφόρησε, δε δέχτηκε την υποδοχή που του άρμοζε, τόσο από τον Menger όσο και από τον δάσκαλο του von Mises, Eugen von Böhm-Bawerk. Aργότερα, ο John Meynard Keynes, σε μία κριτική του για το έργο του von Mises, θεώρησε ότι το «Theory of Money and Credit» «αφελές» και «κοινότυπο». Αργότερα, παραδέχτηκε ότι ίσως να μην κατάλαβε και πολλά από το περιεχόμενό του, λόγω του ότι η Γερμανική γλώσσα (στην οποία ήταν γραμμένο) δεν ήταν το «φόρτε» του. Το 1934 το αριστούργημα του von Mises μεταφράστηκε στα αγγλικά από τον Harold E. Batson.
Η κριτική αυτή του Keynes ευθύνεται σε μεγάλο ποσοστό για το ότι το έργο αυτό έμεινε στην αφάνεια μέχρι τότε. Ο Keynes γενικά απολάμβανε δημόσια προβολή και επιρροή εκείνη την εποχή. Το έργο του von Mises ατύχησε λόγω του ότι κάποιος διάσημος μεν, οικονομικά ανεπαρκής δε, ανέλαβε την κριτική του 3.

Κλείνοντας

Οι δύο μεγάλοι αυστριακοί θεωρητικοί Carl Menger και Ludwig von Mises παρείχαν εξηγήσεις τόσο για την ιστορική προέλευση του χρήματος όσο και για την ανταλλακτική τιμή του. Οι εξηγήσεις τους ήταν χαρακτηριστικά αυστριακές, καθώς σέβονταν τις αρχές του μεθοδολογικού ατομικισμού και του υποκειμενισμού. Οι θεωρίες τους αντιπροσώπευαν όχι μόνο μια ουσιαστική βελτίωση έναντι των αντιπάλων τους, αλλά μέχρι σήμερα αποτελούν τη βάση για τον οικονομολόγο που επιθυμεί να αναλύσει με επιτυχία το χρήμα και την αξία του.
Απόδοση και σχολιασμός (*): Μιχάλης Γκουντής

Δημοσίευση σχολίου