ΔΙΗΓΗΜΑ, ΙΔΕΑ ΓΙΑ ΜΙΑ ΦΑΡΣΑ
                                                         ....il sole, risplindera' le sciagure umane [α] 
                                                                          UGO FOSCOLO, Dei Sepolcri, 295


.....δεν υπάρχει άλλος τρόπος να μιλάει κανείς - γραμμένο για την Ελένη και την Κλυταιμνήστρα, προήλθαν απ' το ίδιο Κοσμικό Αυγό- τα επιφάνεια ενός έρωτα όπως εκείνου, μεταξύ του Δία και της Λήδας που μας πρόσφερε την εξω-φυσική γέννησή των, - ο Κοκτώ αν τον συναντούσα κάπου κάπου στο μάκρος μιας μέρας, στη μυστική όψη του χρόνου που σκύβει το κεφάλι του σαν αρπαχτικό - θα μου 'λεγε απότομα ''γραμμένο για τις δεσποινίδες Έντιτ Πιάφ και Μαριάν Οσβάλντ- ή την Άνναμπελ Λη και κάποια άλλη -βρες την- ψάξε το Αυγό τους, αυτή την κυριαρχία του απόλυτου φεγγαριού, που δεν σκιάζει τίποτε πια'',- ή ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ [Στον άντρα] : ''Ας κλείσουμε τα παντζούρια. Το θέαμα τελείωσε!''-δεν θυμάμαι πού, σε ποια παράσταση παιζόταν σαν φινάλε- είναι όταν κάποιος επιζητεί να γητέψει τους καιρούς, ακούμπησα στα κάγκελα και θα 'δινα προθεσμία στον εαυτό μου μέχρι το ηλιοβασίλεμα, να βρώ ένα ακόμα Αυγό,- ήταν, βέβαια, κι εκείνο με τους Διόσκουρους, αλλά δεν μ' ενδιέφερε, κοίταζα το νερό, συνήθως ήταν βρομισμένο για να νοιώθει κάποιος περισσότερο μόνος ή απόκληρος, η μοίρα του είναι αποφασισμένη αλλού αφιλόξενα, τα μάτια των αγαλμάτων είναι απόντα - στη σιωπή τους, στο σκοτάδι που έχουν εφεύρει, στην ιερότητα ενός αποχαιρετισμού, -σάπια σώματα, πρέπει όμως να κρύβεται η ένδεια, η γύμνια - κλωστές συρματερές ή ασημένιες χάθηκαν ολότελα- είναι προνόμιο όταν αγγίζεις ακόμα την υγρασία στους τοίχους - όσοι απέμειναν, όσοι ανασηκώνουν τα μάτια να σε δουν - έκανα έτσι μια φορά κοιτάζοντας τον κήπο, τα καρφιά στη γη, τις οπλές της λήθης, δε μάς φτάνει αυτός, δε μάς φτάνει αυτός ο ψίθυρος, [1]
.....ο Κοκτώ τραγουδούσε αυτοσχέδια
              '' Είμαι παράθυρο είμαι πόρτα
               είμαι ρολόι είμαι νυχτιά
               θανάσιμα βαριούνται οι ευτυχισμένοι''[*]

- ένα Αυγό τόσο μεγάλο θα ήταν το ιδανικότερο σκηνικό, έλεγε- όπως τα δέντρα -, απαντούν έξω απ' τα σπίτια στα λόγια μας και σε λυγμούς προσεκτικούς μην τύχει και λοιώσουν οι αυλές στις επικλήσεις των φαντασμάτων κι έπειτα η καμπυλότητα είναι το χαρακτηριστικό κάθε γυναίκας, το εσώτερο κι απώτερο σώμα της αποτελεί αυγό, μια τρυφερότητα αρχαία ή κάποια δύναμη από τη γη σα να τελειώνουν οι σκιές όσο κι αν είναι κραταιός αυτός ο κόσμος που κάθε μέρα λιποταχτούμε - ο Κοκτώ απομακρύνθηκε, σ' ένα σημείο που ο χώρος σχημάτιζε ένα τυχαίο χωνί, ν' ακούσει μαζί με μια περίεργη βουή τους στίχους της ομιλίας:

Α' ΓΥΝΑΙΚΑ : Τα λόγια, η αναπνοή, - σφαγιάζουν το χρόνο - μια γυναίκα, αυτή η γυναίκα κι η άλλη κι η άλλη, ανήκουν στην αθωότητα των εραστών τους, μένουν γυμνές όταν τα νέα φεγγάρια κρατούν βροχή

Β' ΓΥΝΑΙΚΑ : Αυτή η γυναίκα κι η άλλη κι η άλλη, έχουν φύγει απ' το τσίρκο του Σαγκάλ για το Λούνα Παρκ του Κοκτώ, το Κοσμικό Αυγό θα στηθεί στη μέση για προσκύνημα.
                                                                   [παύση] [2]
Α' ΓΥΝΑΙΚΑ : Μένουν γυμνές γιατί υπάρχουν άγγελοι που προστατεύουν τα μυστικά τους, - ποτέ δεν θα ομολογήσουν από πού έρχονται, μένουν ανυποψίαστες γιατί έτσι είναι η ιστορία ανέπαφη, σα να κρύβεται πίσω από μια κλειστή πόρτα
                                                                   [παύση]
Β' ΓΥΝΑΙΚΑ : Ανήκει στον Βασιληά- Εραστή του Κάστρου, εκείνη η ίδια, ανήκει από τώρα στον πόλεμο, στα τείχη, στην Τροία - δεν βλέπονται τακτικά ξεμακραίνουν όπως η θάλασσα όταν σκοτιστεί, τ' όνομά της είναι απρόφερτο- κι  ανήκει αλλού, έχει ένα όνομα σαν τα σφιγμένα χείλια του δάσους μακριά απ' το ξέφωτο
                                                                  [παύση]
Α' ΓΥΝΑΙΚΑ : Ανήκει στον Βασιληά -Παιδοκτόνο των Ανέμων, από τώρα ανήκει στις θάλασσες που τον αρνήθηκαν, ανήκει σε όποιους θεούς που καλόπιασε ή ντρόπιασε, ανήκει στο φόνο του
                                                                   [παύση]
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ : Οι Άνακτες είναι αμοίραστοι και φτερωμένοι, ποτέ κομματιασμένοι σ' αρχαίες σπονδές, ή με πληγές αμίλητες - οι στεναγμοί βουλιάζουν σε κρυψώνες κακοποιών που τους χρειάζομαι, όπως εκείνος ο άλλος που πέθανε στην πολυθρόνα, φυλλομετρώντας χάρτες ναυτικούς με λάγνα υποτέλεια - για μένα μόνο η Άνναμπελ Λη [**]μπορούσε να είναι η Λήδα.


....ο Κοκτώ ήξερε να σκαρώνει φάρσες, κι αποφάσισε αλλοιώς - θα τον βοηθούσα- να μεταφέρει το Αυγό στο μπάρ ''Το βόδι στη σκεπή''[**], αντί για το απέραντο Λούνα Παρκ- με μια φάρσα απροσδόκητη, διαφορετική από κείνη που ξέραμε όλοι με το ακέφαλο σώμα του αστυφύλακα, - κατ' αρχάς επιθυμούσε μέχρι τελευταία στιγμή ν' αλλάξει τ' όνομα στο μπαρ- βάζοντας άλλες επιγραφές neon, - παραδείγματος χάριν, ''Η Ωραία Ελένη κάνει έρωτα στο ασανσέρ'' ή ''Είμαστε όλοι Αγαμέμνονες''-, τον συγκρατήσαμε, αφού το Αυγό ήταν ήδη πια στη μέση της σάλας, ο κόσμος στα τραπεζάκια, γενικά το μπαρ κατάμεστο, θα περιμέναμε τον ΜΑΙΕΥΤΗΡΑ, ειδικό σε αποφλειώσεις ή θραύσεις Αυγών,- το Κοσμικό Αυγό ήταν τοποθετημένο σε κατανυκτικό προσκύνημα, μπαινόβγαινε κόσμος, ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΜΟΥΣΙΚΟΙ του ΠΙΚΑΣΣΟ στη θέση τους, οι νότες διέγραφαν το γυμνό σώμα της ΞΑΠΛΩΜΕΝΗΣ ΚΟΠΕΛΛΑΣ στο δάπεδο,- συνέχιζε να μού λέει, ''δέκα πέντε μέρες μετά την πρώτη και τελευταία επίσκεψη δεν μπορούσε να χαθεί ακόμα το θλιβερό της άρωμα, '', μια λεπταίσθητη ισορροπία πριγκήπων και πληβείων,[3] 
....ΟΙ ΚΥΡΙΕΣ ΜΕ ΤΑ ΒΑΘΙΑ ΝΤΕΚΟΛΤΕ, διατηρήθηκαν λόγω εμπορικότητας απ' την προηγούμενη φάρσα, το δέρμα τους είχε μια απαλή λάμψη- πασπαλισμένο με χρυσόσκονη, - άχρονες - αγαπημένες στα λιμάνια και στους γερανούς, πόρνες γριές που αφήναν τα παράθυρα ανοιχτά ξορκίζοντας τη μηδαμινότητα - ''γι' αυτό υπάρχουνε τα βράδια και τα οράματα, γι' αυτό υπάρχει ''Το βόδι στη σκεπή'', αντιλάλησε Ο ΚΟΜΦΕΡΑΝΣΙΕ, - πνιγμένες ανωνυμίες σε μια υδαρή σήψη από ιδρώτα κι αλκοόλ, πίναν όλοι μαζί και σήπονται ο καθένας με τη σειρά του, μετά τα μεσάνυχτα θα μάς έρθουν κι άλλες επισκέψεις, πρόσωπα και ήρωες ή ετερώνυμα που έχασαν το δρόμο τους, μια που τη λέγαν ΦΡΟΝΥ είπε ''Ο ΑΙΔΕΣΙΜΩΤΑΤΟΣ Σήγκογκ θα κάνει κήρυγμα απόψε'', ένας που παρίστανε τον ΦΩΚΝΕΡ τους έδειξε με το δάχτυλο και τους δυο, - ''πες μου τι θα κάνεις, έχεις βάλει φέσι σ' όλα τα μαγαζιά'', όλοι αυτοί οι ωραίοι παίζουν στα ζάρια μέχρι και τα χρυσά δόντια τους, μπορούσα να δω το αμάξι έξω απ' το σπίτι της, οι ερωμένες έχουν ίδια ονόματα, φαντάζονται ότι είναι μοναδικές στη συνομοταξία, στις σκληρές σκιές του μπαρ ανιχνεύουν πάντα έναν υπαινιγμό στον ΑΝΤΡΑ ΜΕ ΤΗ ΓΡΑΒΑΤΑ, φιλιούνται ασταμάτητα με ήρωες του Βιετνάμ ή της Τρωικής σύρραξης, δεν ξεχνούν, περιμένουν να δουν τι θα βγεί απ' το Αυγό - αυτό, βέβαια, το γνωρίζουν ελάχιστοι, μπορώ να κοιμηθώ ήσυχος κι εδώ τυλιγμένος τη ζεστασιά μου - έξω πίσσα, ίσως χρειαζόταν να έχεις ράμφος για να βαδίσεις ή πιο καλά - τα μπιλιάρδα ειναι για ύπνο [4]


.....Ο ΑΙΔΕΣΙΜΩΤΑΤΟΣ Σήκογκ δεν κρατήθηκε ο αθεόφοβος, έκανε ένα μακρύ κήρυγμα σαν τους ανεπιθύμητους λογαριασμούς που απιθώνουν τελετουργικά οι νεκροθάφτες, ΟΙ ΚΥΡΙΕΣ ΜΕ ΤΑ ΒΑΘΙΑ ΝΤΕΚΟΛΤΕ τον πλαισίωναν περήφανες - ο Κοκτώ με κοίταξε, - με τη Λήδα είχαμε ξεμπερδέψει, η Άνναμπελ Λη είχε αναχωρήσει μόλις άρχισε η μουσική,- ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΜΟΥΣΙΚΟΙ με μάσκες παρίσταναν τον Πικάσσο, τον Απολιναίρ και τον Μαξ Ζακόμπ, μύριζε ανατριχίλα όπως μια γυναίκα που θέλει να υπαγορεύσει το αίτημά της κατασκευάζοντας σκιάχτρα,- στο λιβάδι δεν έμεινε παρά ελάχιστα ΤΟ ΒΟΔΙ - σκεπτόμουν - συνηθισμένο στον αέρα της στέγης- μια γενική ανυποταξία, από κει που καθόμουν τα φεγγάρια ήταν πάνω απο δύο, θα μου άρεζε Ο ΜΠΑΡΜΑΝ να πυροβολεί τα μπουκάλια - Θε μου, - τελικά το πραγματοποιεί, ενσωματώνεται ως τυχαίο γεγονός απ' τον Κοκτώ στην φάρσα χωρίς αμηχανία,- πανζουρλισμός, πανδαιμόνιο, φωνές, σφυρίγματα, χειροκροτήματα - μπαίνει Ο ΜΑΙΕΥΤΗΡΑΣ, με κατάλευκη ιατρική περιβολή, προσεκτικός- απλώνει τα εργαλεία του πάνω στο μπαρ, οι κινήσεις του είναι μελετημένες μήπως και ξυπνήσουν πρόωρα οι άγνωστες υπάρξεις μέσα στο Κέλυφος, είναι μειλίχιος και σοβαρός, λιγομίλητος - επικοινωνεί κυρίως με νοήματα ή υπαινικτικές κινήσεις μιας επιτηδευμένης παντομίμας, όπως απαιτεί η περίσταση, το Κέλυφος τρίζει -αναδύεται κοσμογονία ή αιώνιότητα, η μουσική γίνεται ύπουλη σαν περιέργεια, ή όταν περπατά κανείς μακριά στη νύχτα [5]
....το μάκρος μιας μέρας, το μήκος μιας ζωής, η μυστική όψη του χρόνου που σκύβει το κεφάλι σαν αρπαχτικό, ''συγνώμη, που σάς χάλασα τη γιορτή'', είπε πρώτη η Έντιτ Πιαφ βγαίνοντας από τ' Αυγό, αγκαλιάζει τον Κοκτώ, ''θα πεθάνουμε μαζί την ίδια μέρα στις 10 Οκτωβρίου του 1963, θα είμαι 48 χρονώ'', απόμακρες αργές ανάσες, μπορεί η ασάφεια να έχει ομορφιά, ο ΜΑΙΕΥΤΗΡΑΣ κοιτάζει θριαμβευτικά γύρω του, πρέπει να βοηθήσει το δεύτερο ''έμβρυο'', τη Μαριάν Οσβάλντ, ''άκουσα τι ειπώθηκε, - καλησπέρα σε όλους, το 1948 θα δημοσιεύσω τις μνήμες μου ''Δεν έχω μάθει να ζω'', με πρόλογο του Ζακ Πρεβέρ, θα αφορούν την αηδία του ναζισμού'' - πυκνά χειροκροτήματα, ''Το βόδι στη σκεπή'' σείεται ολόκληρο, δεν χρειάζομαι κανέναν για να πάω μια βόλτα με τα πόδια, έψαχνα να μου χαρίσουν ένα ενθύμιο για ν' αποκτήσει νόημα μια υποθετική ασημαντότητα ή μια πραγματικότητα όπως η ομορφιά μιας γυναίκας που σταματάει απότομα όταν παίρνει τον χωματόδρομο μόνη της, - οι στεναγμοί βουλιάζουνε σε κρυψώνες κακοποιών, το είχαμε αρθρώσει πολλές φορές-, η φωνή του ΚΟΜΦΕΡΑΝΣΙΕ, ακουγόταν σαν απαρχαιωμένη αμαρτωλότητα, τα παράθυρα ανοιχτά, γι' αυτό ξορκίζαμε τη μηδαμινότητα, ΟΙ ΚΥΡΙΕΣ ΜΕ ΤΑ ΒΑΘΙΑ ΝΤΕΚΟΛΤΕ αγαπούν τα λιμάνια, τις Μυκήνες, την Τροία, μια ανήκουστη πόλη που μάς αγγίζει με το φαγητό της όπως μια γυναίκα που αποφασίζει να σου δοθεί, - έψαχνα να βρω τα μικρά στεγνά κι επιδέξια στήθη της συντρόφου μου, ο Κοκτώ είχε μια εναλλακτική λύση ανάμεσα σε πολλές άλλες, μάς μάζεψε να υποκλιθούμε στο κοινό με τη σειρά εμφάνισής μας: [6]
ΠΡΩΤΟΣ ΑΥΤΟΣ 
ΕΓΩ ΞΥΠΟΛΗΤΟΣ- Η ΟΜΙΧΛΗ ΕΞΩ ΠΟΥ ΠΥΚΝΩΝΕ ΟΛΟΕΝΑ, και συμμετείχε στο κάλεσμα-
Η Α' ΓΥΝΑΙΚΑ
Η Β' ΓΥΝΑΙΚΑ
Ο ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ
ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΜΟΥΣΙΚΟΙ
Η ΞΑΠΛΩΜΕΝΗ ΚΟΠΕΛΛΑ
ΟΙ ΚΥΡΙΕΣ ΜΕ ΤΑ ΒΑΘΙΑ ΝΤΕΚΟΛΤΕ
Ο ΚΟΜΦΕΡΑΝΣΙΕ
Η ΦΡΟΝΥ- Ο ΑΙΔΕΣΙΜΩΤΑΤΟΣ[***]- Ο ΦΩΚΝΕΡ
ΤΟ ΒΟΔΙ 
Ο ΜΠΑΡΜΑΝ
Ο ΜΑΙΕΥΤΗΡΑΣ
Η ΕΝΤΙΤ ΠΙΑΦ - Η ΜΑΡΙΑΝ ΟΣΒΑΛΝΤ -Η ΟΜΙΧΛΗ ΠΟΥ ΠΥΚΝΩΝΕ ΚΙ ΑΛΛΟ [7]

                                                            [Σκοτάδι. ΑΥΛΑΙΑ]



                                    
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ-ΑΝΑΦΟΡΕΣ
[α], ο ήλιος θα ξαναλάμψει, τις ανθρώπινες συμφορές/ Ούγκο Φόσκολο, Περί ενταφιασμών
[*], Ζαν Κοκτώ, ''Διάβαζε τη φυλλάδα σου'', μονόπρακτο, ''Θέατρο τσέπης'', Άγρα, 1999 -// επίσης μονόπρακτο,''Το βόδι στη σκεπή''-
       ονομαστικες αναφορές, -κατά τα λεγόμενα του Κοκτώ ο τίτλος από μια υπόδειξη του Πωλ Κλωντελ - μιας επιγραφής στη Βραζιλία.
[**], Ανναμπελ Λη, σημαντικότατο ποίημα του Έντγκαρ Άλλαν Πόε
[***], αναφορές, από το έργο του Γ. Φώκνερ, Η βουή και η μανία, Πατάκης, 2010
Εντιτ Πιαφ [διαδίκτυο], Μαριάν Οσβάλντ [διαδίκτυο στην ιταλική γλώσσα]





Δημοσίευση σχολίου